στερεοαγνωσία

στερεοαγνωσία
η, Ν
ιατρ. αδυναμία αναγνώρισης αντικειμένων με την αφή, ενώ η αισθητικότητα τού ατόμου είναι άθικτη, η αστερεογνωσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”